Follow

Νόηση και Πραγματικότητα

Νόηση και Πραγματικότητα,νευροεπιστήμη, εγκέφαλος, πραγματικότητα, αντίληψη
Άρθρο του Άλκη Γούναρη, αναδημοσίευση από http://alkisgounaris.com/ ... Μια νυχτερίδα με προβλήματα αντίληψης στο υπερευαίσθητο sonar της, μια τυφλή καθηγήτρια φυσικής ειδική στην ανάλυση των χρωμάτων, ένας μοναχικός τύπος με ένα σπιρτόκουτο, ένα πανέξυπνο ηλεκτροφόρο ψάρι του Αμαζονίου, με βραχυκυκλωμένο τον δεξιό αισθητήρα της ηλεκτρότητας, ένας πρίγκιπας με ρούχα τσαγκάρη κι ένας ερασιτέχνης φωτογράφος, βρίσκονται στον προθάλαμο αναμονής ενός οφθαλμιατρείου.

Η νυχτερίδα γεμάτη αίματα παραπονιέται ότι δεν είναι σίγουρη για το πότε βλέπει και πότε ακούει τα κλαδιά των δέντρων, η καθηγήτρια φυσικής ξέρει τα πάντα για το χρώμα του αίματος αλλά δεν έχει δει ποτέ της το κόκκινο, ο μοναχικός τύπος ισχυρίζεται ότι αυτό το κόκκινο πραγματάκι στο σπιρτόκουτο του είναι ένα σκαθάρι – ενώ κανείς δεν μπορεί να δει τι περιέχει το σπιρτόκουτό του- και το ηλεκτροφόρο ψάρι του Αμαζονίου παραπονιέται ότι δεν μπορεί να αντιληφθεί καλά την ηλεκτρότητα του κόκκινου και την μπερδεύει με το βαθύ μπλε. Οι άλλοι δυο παραμένουν σιωπηλοί και σε σύγχυση. Ο μεν πρίγκιπας βλέπει όλα τα πράγματα μέσα από το σώμα ενός τσαγκάρη, ο δε φωτογράφος κάθε φορά που βλέπει τις φωτογραφίες που τράβηξε, καταλήγει να αλλάζει την αντίληψή του για τον κόσμο.

Και οι έξι ήρωες μας κατέληξαν στον συγκεκριμένο προθάλαμο, έχοντας αποδράσει προηγουμένως από μια σειρά επίπονων νοητικών πειραμάτων, στα οποία ήταν για πολλά χρόνια εγκλωβισμένοι ως φιλοσοφικά πειραματόζωα. Σκοπός των πειραμάτων αυτών ήταν μεταξύ των άλλων, να μελετήσουν το υποκειμενικό βίωμα της αισθητηριακής εμπειρίας σε σχέση με την πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, το ζητούμενο των πειραμάτων ήταν να κατανοήσουν το μυστήριο της υποκειμενικής αντίληψης της πραγματικότητας –εφόσον βεβαίως κανείς δέχεται ότι κάτι τέτοιο, δηλαδή η πραγματικότητα, υπάρχει πραγματικά. Πώς όμως ορίζεται η πραγματικότητα; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, όπως και σε αρκετά παρόμοια ερωτήματα, δεν είναι πραγματικά προφανής για τούτο, εδώ και μερικές εκατοντάδες χρόνια, οι φιλόσοφοι διαφωνούν συστηματικά επί του θέματος.

Ο Πλάτων[1] για παράδειγμα πίστευε, ότι την πραγματικότητα συνιστούν οι ιδέες, οι οποίες «πραγματικά» υπάρχουν και βρίσκονται σε κάποιον επουράνιο κόσμο. Οι ιδέες δηλαδή, η ιδέα του δένδρου, του βουνού, του χρώματος, του αγαθού, του ωραίου κ.ο.κ. όχι μόνο αποτελούν πράγματα, αλλά πολύ περισσότερο αυτές οι ίδιες ΕΙΝΑΙ η αυθεντική πραγματικότητα που δυστυχώς λίγοι από εμάς μπορούν να συλλάβουν, αφού αυτά τα οποία σε γενικές γραμμές αντιλαμβανόμαστε, δηλαδή το ίδιο το δένδρο ή το ίδιο το βουνό κ.λπ., είναι απλώς αντανακλάσεις των ιδεών όπως περίπου οι σκιές είναι ανακλάσεις των πραγμάτων που μας περιβάλουν.

Αντίθετα ο Δημόκριτος[2], περισσότερο προσγειωμένος στην «πραγματικότητα», θεωρούσε ότι το μόνο που υπάρχει πραγματικά, είναι τα στοιχειώδη σωματίδια- τα άτομα και το κενό, τα οποία συγκροτούν όλα τα σώματα, την μορφή των οποίων αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις. Εν προκειμένω, το ερώτημα σχετικά με το τι είναι πραγματικότητα, είναι συναφές με το τι υπάρχει ή τι μπορεί να υπάρξει, σε αντιδιαστολή με το τι απλώς φαίνεται ή τι αντιλαμβανόμαστε ή τι νοούμε και τι μπορούμε να φανταστούμε. Αυτό το δίπολο του τι υπάρχει και του τι φαίνεται, προσδιορίζει το πρόβλημα που εξετάζουμε εδώ. Το πρόβλημα της πραγματικότητας, της αντίληψης και της νόησης.

Για μερικούς φιλοσόφους η λύση του προβλήματος είναι εντελώς απλή. Ο Hume[3] ορισμένως θεωρούσε, ότι πραγματικότητα είναι κάθε τι που αντιλαμβανόμαστε ως τέτοιο. Δηλαδή, πραγματικότητα είναι οι εντυπώσεις και οι ιδέες που συνιστούν το περιεχόμενο της αισθητηριακής μας εμπειρίας, το οποίο εν τέλει νοούμε ως τέτοιο και όχι ως κάτι άλλο. Τι γίνεται όμως όταν οι αισθήσεις μάς ξεγελούν; Ας σκεφτούμε για παράδειγμα κάποιον που πιστεύει ότι βλέπει στο Λοχ Νες ένα τέρας. Ας υποθέσουμε τώρα ότι αυτός ο τύπος -ο ερασιτέχνης φωτογράφος που συναντήσαμε νωρίτερα στο οφθαλμιατρείο- βγάζει τη φωτογραφική του μηχανή και απαθανατίζει το τέρας λίγο πριν αυτό χαθεί στην ομίχλη. Ας υποθέσουμε για χάρη του παραδείγματος ότι η μηχανή του είναι αναλογική και δεν μπορεί να δει άμεσα τη φωτογραφία που τράβηξε. Περιμένοντας να εμφανιστεί το φιλμ, ο εκδρομέας έχει την πεποίθηση ότι πραγματικά έχει δει το τέρας της λίμνης. Με την εμφάνιση και την μεγέθυνση της φωτογραφίας όμως προέκυψε, πως αυτό που φωτογράφησε τελικά, δεν ήταν παρά ένα κλαδί στο οποίο είχε μπερδευτεί μια σακούλα! Αμέσως, το περιεχόμενο της αντίληψής του, μετατοπίστηκε από το τέρας στο κλαδί με τη σακούλα και κατάλαβε ότι η αρχική του εντύπωση ήταν εσφαλμένη. Η πραγματικότητα τώρα γι’ αυτόν, είναι ότι δεν είδε κάποιο τέρας στη λίμνη αλλά ότι οι αισθήσεις του τον παραπλάνησαν και μπέρδεψε το τέρας με το κλαδί και τη σακούλα. Κι αν όμως μέσα στην ταραχή του να φωτογραφήσει το τέρας έκανε λάθος; Τι αποκλείει την πιθανότητα να είδε όντως το τέρας, αλλά στην φωτογραφία από την τρεμούλα του να απαθανάτισε ένα κλαδί με μια μπερδεμένη σακούλα που έτυχε να βρίσκεται λίγο παραπέρα;

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι αυτό που συμβαίνει με το νοητικό μας περιεχόμενο -προερχόμενο από την αισθητηριακή εμπειρία μας- είναι ανάλογο με αυτό που συμβαίνει (κατά μία έννοια) σε ολόκληρη η επιστήμη. Πρόκειται για μια διαδικασία δοκιμής και αλλαγής. Σε πρώτο στάδιο γίνεται μια διακρίβωση, μια δοκιμή, της θεωρίας στην πράξη (αν πρόκειται για επιστήμη) ή του νοητικού περιεχομένου με αυτό που θεωρούμε πραγματικότητα. Η διαδικασία αυτή, ως κινητήριος δύναμη της επιστημονικής έρευνας, οδηγεί στην επίλυση προβλημάτων. Υπάρχουν όμως φορές που η επίλυση προβλημάτων δεν αποδεικνύεται επιτυχής. Τότε συμβαίνει αυτό που ο Kuhn[4] ονομάζει «κρίση» -μια κατάσταση που οδηγεί στην αλλαγή της επιστημονικής θεωρίας- όταν πρόκειται για επιστήμη, ή στην αλλαγή του νοητικού περιεχομένου -του περιεχομένου δηλαδή της αισθητηριακής εμπειρίας- όταν πρόκειται για την αντίληψη ενός γεγονότος.

Πριν όμως επεκταθούμε σε αυτό, ας δούμε τι συμβαίνει παράλληλα στο οφθαλμιατρείο.

Η Μαίρη, η τυφλή φυσικός που γνωρίζει τα πάντα για τα χρώματα, ρωτάει την ματωμένη νυχτερίδα: «Πώς είναι να είναι κανείς νυχτερίδα;»[5]… «Από μια κουβέντα που είχα προχθές με ένα σκύλο», της απαντά η νυχτερίδα, «κατάλαβα ότι είναι τελείως διαφορετικά από το να είναι κανείς σκύλος… Ο σκύλος μυρίζει το δέντρο κι εγώ το ακούω…»

«Ναι, καταλαβαίνω ακριβώς τι εννοείς» τους διακόπτει το ηλεκτροφόρο ψάρι του Αμαζονίου. Είναι αλήθεια ότι αυτό το ψάρι είναι μοναδική περίπτωση. Εκτός του ότι έχει νοημοσύνη αντίστοιχη με την ανθρώπινη, διαθέτει επιπλέον την ικανότητα να αισθάνεται τα ηλεκτρικά πεδία! Από νευρολογικής, ανατομικής και βιολογικής άποψης, μελετώντας το ψάρι μπορούμε να εξακριβώσουμε λεπτομερώς, πώς τα ηλεκτρικά ερεθίσματα φτάνουν στον εγκέφαλό του, πώς αναλύει τις πληροφορίες που μεταφέρουν τα ερεθίσματα και πώς προβαίνει σε πράξεις χάρη σε αυτές. Παρ’ όλη την ακριβή μας όμως γνώση για τον νευρολογικό μηχανισμό αυτού του ψαριού, ποτέ δεν θα ήμασταν σε θέση να μάθουμε πώς είναι να αισθάνεσαι τον ηλεκτρισμό. Το νοητικό αυτό πείραμα[6], στην ουσία, εισάγει ένα ον που έχει όλα τα χαρακτηριστικά ίδια με τον άνθρωπο και επιπρόσθετα την αίσθηση μιας νέας νοητικής ποιότητας. Αυτή η νοητική αίσθηση της «ηλεκτρότητας» αποτελεί το επιστημολογικό όριο ανάμεσα σε μας και το ψάρι και ταυτόχρονα το όριο ανάμεσα στην δική μας και την δική του πραγματικότητα.

Νόηση και Πραγματικότητα,νευροεπιστήμη, εγκέφαλος, πραγματικότητα, αντίληψη
Η Μαίρη, η φυσικός, προσπαθούσε μάταια να εξετάσει επιστημονικά τον υποκειμενικό τρόπο του βιώματος της αισθητηριακής εμπειρίας και σκόνταφτε στο γεγονός ότι για να μπορέσει να εξηγήσει φυσιοκρατικά το νοητικό περιεχόμενο, θα έπρεπε να δώσει μια φυσική εξήγηση στo υποκειμενικό βίωμα της αισθητηριακής εμπειρίας, πράγμα σχεδόν αδύνατον, αφού κάθε υποκειμενικό φαινόμενο συνδέεται με ένα μοναδικό σημείο θέασης. Εννοείται ότι μια επιστημονική φυσική θεωρία πρέπει να εγκαταλείψει αυτό το σημείο θέασης και να διατυπώσει κάτι που να ισχύει καθολικά. Η Μαίρη, φαίνεται πως αγνοούσε αυτό που είχε υποστηρίξει ο Nagel μερικά χρόνια νωρίτερα, ότι δηλαδή, κάθε νοήμον ον, έχει μια νοητική κατάσταση τέτοια, που το περιεχόμενό της συνίσταται στο πώς φαίνονται τα πράγματα… και ότι κάθε νοητική κατάσταση αντιστοιχεί σε ένα μοναδικό ον, στο ον δηλαδή από το οποίο η νοητική κατάσταση αυτή γίνεται καταληπτή.

Τι συμβαίνει λοιπόν με την πραγματικότητα αφού βρισκόμαστε δεσμευμένοι από την υποκειμενικότητα της αντίληψής μας; Για να καταλάβουμε καλύτερα το πρόβλημα πρέπει να πάμε πίσω στον Kant. Ο Kant για να ξεπεράσει τον φιλοσοφικό σκόπελο, θεώρησε ότι υπάρχει μεν η πραγματικότητα, που περιλαμβάνει τα πράγματα καθαυτά ανεξάρτητα από το πώς εμείς τα αντιλαμβανόμαστε, αλλά εμείς αντιλαμβανόμαστε μόνο τα φαινόμενα των πραγμάτων τα οποία και συλλαμβάνουμε μέσω των αισθήσεών μας. Για τον Kant[7] λοιπόν, κάθε πράγμα υπάρχει ως φαινόμενο και ως πράγμα καθεαυτό κι εμείς συλλαμβάνουμε αισθητηριακά τα πράγματα μόνο ως φαινόμενα, ενώ το πράγμα καθεαυτό υφίσταται πέρα από τις παρατάσεις τις οποίες έχουμε σχηματίσει μέσω των αισθήσεων.

Εν τω μεταξύ, το ηλεκτροφόρο ψάρι και η ματωμένη νυχτερίδα, έχουν βάλει στη μέση την Μαίρη. «Αφού γνωρίζεις τα πάντα για το κόκκινο χρώμα, όλες τις φυσικές του ιδιότητες ως κυματικό φαινόμενο, ότι δηλαδή αντιστοιχεί σε μήκος κύματος 625 – 760 nm και τα τοιαύτα, και παρότι είσαι τυφλή, θεωρείς ότι γνωρίζεις τι πραγματικά είναι το κόκκινο έτσι;»… «Έτσι» απαντά η Μαίρη. «Αν λοιπόν κάποια μέρα θεραπευόσουν και κατάφερνες να δεις ένα χρωματολόγιο θα κατάφερνες να αναγνωρίσεις το κόκκινο;»

Η Μαίρη έπρεπε να παραδεχτεί ότι το ηλεκτροφόρο ψάρι του Αμαζονίου ήταν πραγματικά τετραπέρατο. Ορισμένοι φιλόσοφοι και νευροεπιστήμονες θεωρούν ότι το πρόβλημα της Μαίρης[8] σε συνδυασμό με την περίπτωση του ηλεκτροφόρου ψαριού αποδεικνύουν ότι το πρόβλημα του υποκειμενικού βιώματος της αισθητηριακής εμπειρίας –ή το πρόβλημα των qualia όπως ονομάζεται- είναι αξεπέραστο. Ορισμένοι[9], στην προσπάθειά τους να περιγράψουν τι συμβαίνει, εξηγούν ότι οι νευρωνικές ώσεις που συμβαίνουν στον εγκέφαλο όταν δεχόμαστε ένα αισθητηριακό ερέθισμα, μπορούν να εννοηθούν ως ένα είδος φυσικής γλώσσας, όπως είναι τα αγγλικά και κάθε άλλη ομιλούμενη γλώσσα. Το πρόβλημα είναι ότι κάποιος μπορεί να αναφερθεί στα qualia του, χρησιμοποιώντας την ομιλούμενη γλώσσα (π.χ. τα αγγλικά ή τα ελληνικά), η εμπειρία η ίδια όμως, το βίωμα καθ’ εαυτό, θα χάνεται στη μετάφραση της μιας γλώσσας στην άλλη.

Share on Google Plus

About Myfoodtastic

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου